ἐπιρριπτοῦσαι

ἐπιρριπτοῦσαι
ἐπιρριπτέω
throw oneself
pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric)
ἐπιρρῑπτοῦσαι , ἐπιρριπτέω
throw oneself
pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιρριπτώ — ἐπιρριπτῶ, έω (Α) (μόνο στον ενεστ. και πρτ.) [ριπτώ] 1. ρίχνω εναντίον κάποιου («καὶ γὰρ ξύλα μεγάλα ἐπερρίπτουν ἄνωθεν», Ξεν.) 2. ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον («οἱ δὲ πολλοί στεφάνους ἐπιρριπτοῡντες καὶ λημνίσκους», Πολ.) 3. (αμτβ.) (για σκυλιά)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”